«ΟΤΑΝ ΞΑΝΑΡΘΕΙΣ, ΞΥΠΝΗΣΕ ΜΕ» | ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Όταν ξανάρθεις, ξύπνησέ με. Δεν ξέρω αν πιάνει η εμβέλεια του παραδείσου τις επίγειες ανάγκες μας. Εκεί ψηλά ίσως να μην ακούγεται καλά το ανθρώπινο κλάμα. Μισός ο χρόνος μα το έλλειμμα ολόκληρο. Ακατανόητο και ακαταπόνητο εξασκείται στο υπόστρωμα της βαθιάς ανάσας και γίνεται αναστεναγμός. Η απώλεια ζει πάντα στη καρδιά με ζυγαριά για να μετράει το πένθιμο βάρος. Όλοι έχουμε έναν άνθρωπο δωρεά στα σύννεφα κι όλους μας αφορά όταν βρέχει. Γιατί οι υδρατμοί είναι ο τρόπος τους να ζουν μαζί μας στην ατμόσφαιρα.
Μια ατμόσφαιρα από μέρες που ξημερώνουν παράξενες, παραγνωρισμένες, κυκλοθυμικές και πονεμένες. Χωρίς να ξέρουμε αν αυτός ο πόνος μαλακώνει, αν υπερθεματίζει, αν γίνεται μονότονος ή υπερβολικός. Άλλωστε, ποιος είναι αυτός που παίρνει απόφαση ένα σώμα που φεύγει; Ο πόνος είναι πάντα πόνος. Όπως και ο θάνατος είναι πάντα μόνος. Δεν παίρνει ποτέ μαζί του τ’ απαραίτητα του ανθρώπου. Ως που αυτό απομένει στο τέλος: ένα ματσάκι απ' τα απαραίτητα που αγάπησε ο δικός μας άνθρωπος και εγκαθίστανται στη θέση του σαν μια δεύτερη σάρκα: λόγια που δεν ειπώθηκαν, πράξεις που δεν καρπώθηκαν, σχέδια που δεν ευοδώθηκαν. Σκέψεις για όλα όσα δεν κάναμε. Σκέψεις πάνω σε σκέψεις για όλες τις εκ των υστέρων διαπιστώσεις.
Γιατί ο άνθρωπος τελικά είναι χρόνος. Γλιστράει, φεύγει και δεν γυρίζει πίσω. Ή, αν γυρίζει το κορμί απ’ το παράπονο θα 'ναι λιωμένο και η ψυχή δεν φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού. Σ' έναν κόσμο που βγάζει τα μάτια του καθημερινά από αχάριστο καπρίτσιο, προτιμώ να κοιμάμαι. Να κοιμάμαι βαθιά και να ονειρεύομαι. Γιατί μόνο στα όνειρα γυρίζουν πίσω και ο χρόνος και οι άνθρωποι. Όταν ξανάρθεις, μη με ξυπνήσεις. Αναθεωρώ. Αφού δεν ξαναζωντανεύουν οι άνθρωποι, ας ζωντανεύει η εικόνα τους στον ύπνο μας. Κοιμάμαι, σε βλέπω και σε χαίρομαι.