Το θέατρο πρέπει να αλλάξει τις ρητορικές του. Οφείλει να τις αλλάξει. Οφείλει να ανανεώνει συνεχώς τον λόγο για τον οποίο γίνεται, για τον οποίο συμβαίνει. Δεν είναι δυνατόν να επαναπαύεται στα αναμμένα κάρβουνα των στεγανών του. Οφείλει να τολμάει στο νέο ρεπερτόριο, στον νέο συγγραφέα, στον καλό ηθοποιό: εκείνον που του κοστίζει η ετυμολογία του στην πράξη και όχι σε μια καλλωπισμένη θεωρία. Γιατί το να ποιείς τελικά το ήθος δεν είναι αυτονόητο, ούτε δεδομένο. Είναι το ζητούμενο. Είναι ο λόγος που κάποιοι επιμένουν ακόμα να φροντίζουν το θέατρο με κοινωνική ευαισθησία και όχι να το φορτίζουν με τα κομμένα καλώδια του ναρκισσισμού τους. Το θέατρο δεν ανήκει στους συντελεστές του. Ανήκει στο κοινό. Και ο λόγος που του έχουμε εμπιστοσύνη, είναι ότι το κοινό δεν θεωρεί παρωχημένα τα κλασικά υλικά του: την αυθεντικότητα και την συγκίνηση.
Έχουμε εκφοβίσει επανειλημμένα τον πολιτισμό αυτής της χώρας με ταμπέλες και ετικέτες και γνωρίζουμε ότι έτσι δολοφονούμε εν ψυχρώ τον αυθορμητισμό του. Γιατί συνηθίζεται να ξέρουμε τι είναι καλό, τι είναι κακό, τι είναι sold out, τι είναι εμπορικό, τι ποιοτικό, τι είναι «τηλεοπτικό» και τι πρωτοποριακό. Δεν χρειάζεται να κάνουμε πως ξέρουμε. Γιατί δεν τα ξέρουμε όλα. Όσο κι αν πονάει ορισμένους παντογνώστες αυτό. Η μαντεία μας πρέπει να πάψει. Η τέχνη δεν έχει ανάγκη από χρησμούς, αλλά από μια βαθιά φιλοσοφημένη ιστορία που ενδεχομένως θα μας κάνει καλύτερους. Κι αυτό μπορεί να χωράει και στο εμπόριο και στην ποιότητα. Γιατί αν πρωτίστως η ποιότητα δεν είναι εμπορική – τότε δεν έχει αξία η απεύθυνση, όσο πρωτοποριακή κι αν είναι. Ούτε παίζουμε, ούτε γράφουμε για τους εαυτούς μας. Για το κοινωνικό σύνολο το πράττουμε πρώτα κι ύστερα για μας. Κανένας δεν πραγματοποίησε όραμα σε άδεια πλατεία.
Γι’ αυτό φτάσαμε να καταγγέλλουμε τους κάποτε «στυλοβάτες» του θεάτρου. Γιατί το θέατρο δεν έχει ανάγκη από αφεντικά, ούτε καν από αυθεντίες. Έχει ανάγκη από εργαζόμενους του πνεύματος. Με υγεία, ασφάλιση και παιδεία στη ζεστασιά και το μοίρασμα. Κι όταν έχουμε αυτό το τρίπτυχο καλλιεργημένο, δίνουμε ευκαιρίες. Χωρίς ευκαιρίες δεν μπορεί να ακμάσει το θέατρο, παρά μόνο να παρακμάσει. Ευκαιρίες για έργα που μιλούν τη γλώσσα μας και έχουν τη φωτιά μας. Το θέατρο είναι το έργο κι εμείς νομίζουμε ότι το έργο είναι ο παραγωγός κι ο σκηνοθέτης του. Γεγονός που περιστρέφει την υδρόγειο σφαίρα του θεάτρου γύρω από τον προβλέψιμο πια εαυτό του. Γι’ αυτό ανεβαίνουν συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Γι’ αυτό φτάσαμε στο τέλμα μιας ανακυκλωμένης μετάγγισης κι όχι στο νέο αίμα που έχει ανάγκη ο οργανισμός του θεάτρου για να ροδίσει φρεσκάδα. Γιατί είμαστε περισσότερο ειδικοί από τους ειδικούς. Είμαστε περισσότερο κριτικοί από τους κριτικούς. Το χειρότερο όμως είναι πως είμαστε δήθεν καλλιεργημένοι που όλα τα σφάζουν κι όλα τα μαχαιρώνουν. Και τις περισσότερες φορές με τα ίδια μαχαιρώματα σκοτώνουμε ότι ονειρευτήκαμε: Ένα θέατρο χωρίς ψιμύθια.