Εννέα μήνες λέει το ημερολόγιο της απώλειας, το οποίο θα πάψω να το ανοιγοκλείνω νευρωτικά, θα πάψω να το πιστεύω. Έχω πια τόση συσσωρευμένη γνώση που ξέρω από πρώτο δάκρυ πως ο απόντας χρόνος δε χωράει σε μερομήνια, σε στιγμές ή σε ατζέντες. Ίσως και γι’ αυτό να συνοψίζεται σε μία ακαριαία λέξη∙ μνημόσυνο. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, μνήμες μετράμε όλοι. Όχι μέρες, όχι βδομάδες, όχι μήνες. Μνήμες από εικόνες στου μυαλού τη συλλογή, έργα παιγμένα από αγαπημένα πρόσωπα που πια δεν ανεβαίνουν πλέον επί γης.
Πάντως μεγάλη παραξενιά ο θάνατος. Δεν σ’ αφήνει να δεις που πάνε οι άνθρωποι όταν φεύγουν από τη ζωή. Που πάνε τα καθαρά βλέμματα, τα κουρασμένα σώματα, τα έντονα χρώματα. Είναι στιγμές που νομίζεις πως ο ουρανός έχει περισσότερο πληθυσμό από τη γη. Πως εκεί κατοικούν όλοι οι κουρασμένοι άνθρωποι: στην πρωτεύουσα της λύτρωσης. Οι κουρασμένοι άνθρωποι δεν φοβούνται να πεθαίνουν – οι ακούραστοι φοβούνται.Κι αν όντως το αστείο δεν τελειώνει εδώ, αν όντως κάπου αλλού συνεχίζουν να γελούν από χαρά, ενόσω εμείς κλαίμε ασταμάτητα, ο θάνατος έχει την υποχρέωση να είναι καλύτερος από τη ζωή. Γιατί όλοι τού έχουμε εμπιστευτεί κάτι αγαπημένο, ανεκτίμητο και αιώνιο. Έχουμε εναποθέσει την ελπίδα πως εκεί πάνω που δεν φτάνουν τα μάτια μας, δεν ματώνουν, δεν πονούν, δεν ριγούν, δεν πάσχουν, δεν στερούνται. Δεν φοράνε μαύρα, δεν σκοτεινιάζουν, δεν θρηνούν. Συνωστίζονται στα λευκά. Τραγουδάνε και χορεύουν, προστατεύουν και προστατεύονται καλύτερα από τους ζωντανούς. Η Δευτέρα Παρουσία φαίνεται ν’ αργεί επιδεικτικά. Αγνοώντας την απουσία σας.
~•~
Από τη σειρά δοκιμίων απώλειας,
«Μάρω»
-
08/03/2023