Ο τίμιος αρνητής εκφέρει το «δεν» και υποφέρει. Εκφέρει το «δεν» που εκκρίνει το θυμωμένο δάκρυ του και τον αγωνιώδη ιδρώτα του για να ζήσει. Που αναγκάζεται να ζήσει καταπιεσμένο και καταδικασμένο στο κατώφλι μιας γλώσσας, που αδυνατεί ν’ αρθρώσει και να ορθώσει ανάστημα στις κοσμογονικές και ριζικές αλλαγές που μας συμβαίνουν. Σ’ έναν κόσμο που αργοπεθαίνει καθημερινά, βασανιστικά και μετρημένα και δεν προφταίνει ν’ ανακαινίζει τις ετοιμόρροπες αντοχές του που σωριάζονται. Σωριάζονται σ’ έναν κόσμο που κόβει τη φόρα της επαφής και θρέφει καλύτερα από ποτέ την εσωστρέφεια, δίνοντας αδιέξοδο γάλα από τη ρώγα της κατολίσθησης.
Ο τίμιος αρνητής αποσύρεται με εντιμότητα από τα γεγονότα της καμπάνιας, γιατί κουράστηκε. Γιατί ψέλλισε πολλές φορές «δεν» στη ζωή του και εξακολουθεί ν’ αρνείται οτιδήποτε κατώτερο από το όνειρό του. Κι επειδή ο εφιάλτης είναι ο πρώτος που ασκεί βία στο όνειρο, το «δεν» φαντάζει να είναι το αιφνιδιαστικό χαστούκι στον παράλογο κόσμο μας που εκλογικεύει και γενικεύει τα πάντα. Αυτός ο κόσμος αρνείται. Ο κόσμος που δεν μοιάζει μ’ αυτόν που ονειρευτήκαμε. Ο κόσμος που γνωρίζει το σκοτάδι και τον Άδη και τώρα ψάχνει το πώς με το φως. Ο κόσμος που μεγάλωσε με σκιές λιονταριών και ομοιώματα λύκων και τώρα φοβάται τι θηρίο αναμένεται να κρύβουν τα επόμενα χρόνια του.