Κριτική: “Ο Μάριος μάς τα δείχνει όλα· μας τα φωνάζει μέσα από ποιήματα” – της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση

Το «Πόστερ» είναι ένα ποιητικό έργο χωρισμένο σε δύο μέρη. Τα ποιήματα του πρώτου μέρους αναφέρονται στις διαπροσωπικές σχέσεις και τον έρωτα και τα ποιήματα του δεύτερου σε κοινωνικούς προβληματισμούς και αγωνίες. Προσωπικά δεν με παραξένεψε καθόλου η μίξη αυτών των δύο μερών σε ένα βιβλίο. 

Είναι τα δύο θέματα που ο Μάριος, που ή το ένα ή το άλλο, έτσι κι αλλιώς, θίγει σε όλα του τα έργα. Σε αυτό το συγκεκριμένο τα συνδύασε. Ίσως γιατί δηλώνει ότι το ζητούμενο είναι η ομονόηση και η θαλπωρή. Ίσως γιατί όταν μονοιάσουμε με αυτά τα δύο θα έρθει και η θαλπωρή. Η θαλπωρή με την αφίσα στον τοίχο, το πόστερ που αυτά αγκαλιάζονται, όταν βρισκόμασταν στην εφηβική κάμαρη του σπιτιού μας. Εκεί, μέσα μας.

Στο δεύτερο μέρος, κοινωνικά θέματα, που τελευταία, έχουν πάρει διαστάσεις, όπως η μοναξιά, η αποστασιοποίηση, το μίσος, ο πόλεμος, η εξαπάτηση, όλα παρελαύνουν και χτυπούν τις ευαίσθητες χορδές μας. Ο Μάριος μας τα δείχνει όλα. Μας τα φωνάζει μέσα από ποιήματα. Μας βομβαρδίζει όσο πιο γλυκά γίνεται, να σκεφτούμε, να συλλογιστούμε, να νιώσουμε.


Στο πρώτο, όμως, μέρος, ο Μάριος καταφέρνει και μας δίνει το θέμα του έρωτα με τρόπους μαγικούς. Φυσικά η μορφή είναι ποιήματα. Η απεύθυνση τους είναι στο «εσύ».  Εσύ που μπορεί να είσαι εσύ, αλλά μπορεί και εγώ... Διαβάζοντάς τα είχα την αίσθηση ότι έβλεπα αυτούς που τα απαγγέλουν να κάθονται σε κάποιο μπαρ, μόνοι τους ή με αυτόν στον οποίο απευθύνονται. Άλλοτε ακίνητους σαν πόστερ κι άλλοτε να πίνουν και να κρατούν το κεφάλι τους. Μπορεί να έκλαιγαν ή να χαμογελούσαν. Ύστερα άρχισα να διαβάζω τα ποιήματα σε δυάδες. Ο ένας μιλάει, ο άλλος απαντάει. Και ύστερα έμπλεξα τις στροφές. Κι έβγαινε διάλογος.


Διάλογος χαμένων εραστών, ανθρώπων που ζήτησαν αγάπη, αυτών που ερωτεύτηκαν πολύ κι έψαξαν να βρουν μέσα από αυτόν τον εαυτό τους και τον άλλο. Ένα είδος θεατρικού διαλόγου. Κάτι πολύ ζωντανό και πολύ καίριο. Καίριο χτύπημα στα συναισθήματα, αλλά και τις αισθήσεις.  

Το έργο  αρχίζει με το ποίημα «Η μαρκίζα» και τελειώνει με το ποίημα «Η κλίκα». Πετυχημένη επιλογή. Μαρκίζα για τον έρωτα, Κλίκα για τα κοινωνικά θέματα. Κι εγώ θα τελειώσω αυτή μου την αναφορά στο έργο αυτό, παίζοντας ακόμη μια φορά το παιχνίδι που με οδήγησαν τα ποιήματα του Μάριου να παίξω, ενώνοντας και φτιάχνοντας ένα διάλογο με τα δύο θέματα της συλλογής, χρησιμοποιώντας κάποιες στροφές και των δύο ποιημάτων:

 

Η μαρκίζα:


Τόσοι ρόλοι

γίναν άνθρωποι μέσα μου

τόσα ψευδώνυμα υπέφερα.

Τόση αυλαία έκλαψα

και δεν χειροκροτήσανε

τα χέρια των ματιών σου.

[...]

 

Η κλίκα: 


[...]

Και οι άνθρωποι

που φέρονται σαν άνθρωποι

στο γνήσιο φεστιβάλ της ζωής

μόνοι καταλήγουν.

Διαιωνίζουν χωρίς χορηγούς

την αφίσα της θαλπωρής

σε μια Επίδαυρο από βαλίτσες

μόνιμης μετανάστευσης.


 

*Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οδός Πανός στα βιβλιοπωλεία: