«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ» | ΜΑΡΙΟΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ


Πάνε τρεις μήνες που κάνουμε εντατικά της ηχηρής απουσίας σου. Κι ενώ θέλουμε απεγνωσμένα να μάθουμε που δηλώνουν παρουσία οι φευγάτοι προς το φως, μόνο το ακάλυπτο κενό μάς προγυμνάζει στο τετριμμένο, αλλά πέρα για πέρα αληθινό της ματαιότητας. Είναι που ήσουν αναντικατάστατη, Μάρω μου. Είναι που ήσουν χρησμένη με το αιώνιο που μπορούσες για όλους: την αγάπη. Ήξερες πως μόνο έτσι συμβιβάζεται η ανυποληψία, η αδιαφορία και το μίσος. Ήξερες πως είναι ο μόνος τρόπος για νέο διάλογο με τη συγχώρεση. Είχες δίκιο. Πράγματι. “Δεν υπάρχει σαν την αγάπη”. Αλλά, ευτυχώς την εκπροσωπούσες μοναδικά. Κι ίσως αυτό να είναι το πλέον ανυπόφορο: ότι έκλεισε η δεξαμενή μιας τέτοιας σπάνιας και άδολης αγάπης. Ή, τουλάχιστον, αν δεν έκλεισε, λείπει. Λείπει αφάνταστα γιατί δεν ζωγραφίζεται στο βλέμμα σου. Δεν διαπερνά τις χαριτωμένες σου ρυτίδες για να φτάσει στις φλέβες μας και να μας μεταγγίσει κουράγιο και προσδοκία. Την γνώριζες την προσδοκία – αυτή σε πλήγωσε περισσότερο από τους ανθρώπους· ερχόταν πάντα με μεγάλα λόγια και φανέρωνε την μικροψυχία τους.

Εσύ, παρόλα αυτά, έπιανες πάλι το παραμύθι της αγάπης από την αρχή, σαν τίποτα να μην συνέβαινε, όπως ακριβώς έπιανες τη μωβ βεντάλια σου τα καλοκαίρια. Ήθελες να κάνεις αέρα στα πράγματα, να τα σηκώνει ο χρόνος, και να τα ρίχνει στον πάτο του γιαλού. Ακόμα κι αυτό το μάθημα γενναιοδωρίας σου, λείπει. Εδώ πληρώνουν ακόμα συνδρομή για τ’ αυτονόητα. Σε διαβεβαιώνω πως παραμένεις η μόνη γενναία. Ακόμα από ‘κει ψηλά, στους ουράνιους κήπους. Φαντάζομαι πόσο περήφανο θα ‘ναι το σόι του Θεού που σ’ έχει κοντά του άγγελο! Φαντάζομαι πόσο τυχερά θα είναι τα λουλούδια που φυτρώνουν γύρω σου! Όταν ξανάρθεις στον ύπνο μου, κράτα μου σε παρακαλώ ένα γεράνι. Είναι ανθεκτικό και θέλω ν' αντέξει. Ν’ αντέξει όπως αντέχει η μνήμη που για καλή μας τύχη δεν έχει θεραπεία κι επιβάλλεται για να μην ξεχνάμε τους φευγάτους προς το φως.

Μάρω μου, συνέχισε να κάνεις ελεύθερη όσες βόλτες πόθησες! Πιάσε το κάγκελο του ήλιου και γύρνα τον κόσμο με τη λάμψη στα μάτια σου. Πήγαινε όπου παρέλειψε η γη να σε πάει! Τώρα και μπορείς και αντέχεις! Κάνε όλες τις μέρες Κυριακές. Καν’ τις σεβαστές αργίες. Να μην είναι πολυάσχολες όπως οι άνθρωποι. Να είναι Μέρες Κυρίου και να ξημερώνουν με το Χριστό στο πλευρό σου. Συνέχισε ν’ ανάβεις το φως, συνέχισε να καταρρίπτεις το σκοτάδι. Κάνε το ρεύμα του φεγγαριού δίκη σου υπόθεση και φώτισε το πρόσωπο σου να σε δούμε. Πάνε τρεις μήνες…


Από τη σειρά κειμένων
«Η κυρία Μάρω», κείμενο 4